λέντλερ

λέντλερ
(Ländler). Λαϊκός βαυαρικός και αυστριακός χορός, σε τρεις χρόνους, συχνά τραγουδιστός, το όνομα του οποίου προέρχεται από τη λέξη Land (= χώρα). Πρόκειται για παραδοσιακό χορό που εξακολουθεί να χορεύεται στο Τιρόλο της Αυστρίας, σε εορταστικές εκδηλώσεις. Το λ., που θεωρείται πρόγονος του βαλς, είχε παραλλαγές (οι οποίες σήμερα δεν υπάρχουν), όπως η tyrolienne (από το Τιρόλο) και η styrirenne (από τη Στυρία). Εμφανίζεται διασκευασμένος σε συνθέσεις των Χάιντν, Μότσαρτ, Σούμπερτ, Μπετόβεν και Σούμαν. Επίσης, ο Βέμπερ στον Ελεύθερο Σκοπευτή παρενέβαλε έναν χορό που έχει τη μουσική μορφή και τον ρυθμό του λ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαλς — (γαλλ. valse, γερμ. waltz). Χορός σε χρόνο τριών τετάρτων, που άνθησε τον 19o αι. Μακρινοί του πρόγονοι είναι οι γερμανικοί χοροί αλμάντ, λέντλερ κλπ., που ίσως ερμηνεύονταν με πιο ελεύθερο τρόπο. Ο όρος προέρχεται από το γερμανικό ρήμα walzen,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”